πορτίτσα
Смотреть что такое "πορτίτσα" в других словарях:
πορτίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. * * * η, Ν [πόρτα] υποκορ. πορτούλα, πορτάκι … Dictionary of Greek
Karditsa — Gemeinde Karditsa Δήμος Καρδίτσας (Καρδίτσα) … Deutsch Wikipedia
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
πορτούλα — η, Ν [πόρτα] υποκορ. μικρή πόρτα, πορτίτσα … Dictionary of Greek